κερασόχρους
Смотреть что такое "κερασόχρους" в других словарях:
κερασόχρους — ουν (Μ κερασόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού, κερασής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + χρους (< χρώς), πρβλ. κυανό χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek
κερασόχρους — ουν (Μ κερασόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού, κερασής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + χρους (< χρώς), πρβλ. κυανό χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek